πεδίλου

πεδίλου
πεδί̱λου , πέδιλον
sandals
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Θεσσαλός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 176), ο Θ. έδωσε το όνομά του στη Θεσσαλία, περιοχή που μέχρι τότε έφερε διάφορες ονομασίες: Αιολία, Αιμονία, Ελλάς, Δρυοπίς και Γραικία. Ο Θ. καταγόταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • εννήυσκλοι — ἐννήυσκλοι (Α) είδος πέδιλων τών Λακώνων εφήβων, τους ιμάντες τών οποίων περιτύλιγαν γύρω από το πόδι εννέα φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < εννή, διαλεκτ. τ. τού εννέα με συναίρεση + ύσκλος «η άκρη τού πέδιλου»] …   Dictionary of Greek

  • πεδίλωση — η η ενέργεια τού πεδιλώνω, η προσαρμογή πέδιλου σε ένα αντικείμενο («πεδίλωση σφαίρας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδιλώνω. Η λ. στον λόγιο τ. πεδίλωσις μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • ποδίς — ίδος, ἡ, Α είδος πέδιλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. μηρ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • σαμπό — το, Ν άκλ. είδος ξύλινου πέδιλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sabot < γαλλ. savate «παλιό, φθαρμένο παπούτσι», κατ επίδραση τού botte «υπόδημα»] …   Dictionary of Greek

  • φτέρνα — η / πτέρνα, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτέρνα Ν, και πτέρνη Α 1. το πίσω μέρος τού πέλματος τού ανθρώπινου ποδιού 2. το ευμέγεθες και ακραίο οστό τού ταρσού 3. συνεκδ. το πίσω μέρος υποδήματος, το τακούνι 4. (γενικά) η βάση διαφόρων πραγμάτων 5. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”